- φασματόμετρο
- τοείδος οπτικού γωνιόμετρου για την παρατήρηση και καταμέτρηση του μήκους κύματος των διάφορων ακτινοβολιών του φάσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασματόμετρο — το, Ν 1. συσκευή με την οποία μετρείται η κατανομή μιας σύνθετης ακτινοβολίας συναρτήσει είτε τού μήκους κύματος ή τής συχνότητας, εφόσον πρόκειται για κύματα, είτε τής μάζας ή τής ενέργειας τών επιμέρους σωματιδίων, εφόσον πρόκειται για… … Dictionary of Greek
κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… … Dictionary of Greek
φασματομετρία — η, Ν [φασματόμετρο] μελέτη φασμάτων που διεξάγεται με φασματόμετρα καθώς και εφαρμογή τής φασματοσκοπίας στις φυσικές μεθόδους ανάλυσης μέσω τής ποιοτικής και ποσοτικής μέτρησης τών ακτινοβολιών, με ανάλογο όργανο, που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
φασματοφωτόμετρο — το, Ν (φυσ. τεχνολ.) συσκευή που συνδυάζει φασματόμετρο, χρησιμοποιούμενο ως μονοχρωματιστή, με φωτομετρικό σύστημα, που επιτρέπει τη σύγκριση τής φασματικής ανάλυσης δύο ακτινοβολιών, συσκευή που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μελέτη τής… … Dictionary of Greek